Camping vocabulary in Greek Posted by Ourania on Jul 9, 2021 in Travel & Geography, Vocabulary
Summer is the best season to go camping. If you like camping, there are campsites in every district of Greece. If you like free camping, there are many options as well. Check these sites in Greek and in English. In this post, you will find a list with the most common words about camping.
κάνω κάμπνινγκ / πηγαίνω για κάμπινγκ: to go camping
κάνω ελεύθερο κάμπινγκ: this is the phrase we use if we want to go free camping.
αυτοκινούμενο (το): camper
τροχόσπιτο (το): caravan
σκηνή (η): tent
υπνόσακος (ο) / σλίπινγκ-μπαγκ ( το): sleeping bag
στρωματάκι (το): carry mat
σκοινί (το): rope
πτυσσόμενη καρέκλα (η): camp chair
πτυσσόμενο τραπεζάκι (το): camping table
ψυγείο (το): cooler
θερμός (το): flask that keeps liquids hot
παγούρι (το): flask
σακίδιο (το): backpack
φανάρι (το): lantern
λάμπα θυέλης (η): gas lantern
φακός (ο): torch
φακός κεφαλής (ο): head torch
σουγιάς (ο): pocketknife
ελβετικός σουγιάς (ο): Swiss army knife
πολυεργαλείο (το): multi tool
τρόμπα (η): pump
φαγητοδοχείο (το) / μπολ (το): bowl
πιάτα (τα, το πιάτο): plates
ποτήρια (τα, το ποτήρι): glasses, cups
κουτάλι (το): spoon
πιρούνι (το): fork
μαχαίρι (το): knife
καμινέτο (το): gas stove
αιώρα (η): hammock
τέντα (η): tarp
φουσκωτή βάρκα (η): inflatable boat
κουπί (το): oar / paddle
κουνουπιέρα (η): mosquito net
πυξίδα (η): compass. We also use the word GPS (το GPS)
βαλιτσάκι με τις πρώτες βοήθειες (το) / βαλιτσάκι με τα φάρμακα (το): first aid kit
χημική τουαλέτα (η): chemical toilet
αδιάβροχος-η- ο: waterproof
φωτιά (η): campfire
ανάβω φωτιά: to light a fire
σβήνω τη φωτιά: to put out the fire
μαζεύω τα σκουπίδια: to collect the trash
γεννήτρια (η): generator
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.