“Clean” vocabulary in Greek Posted by Ourania on Mar 16, 2016 in Vocabulary
One of the most common stereotypes is that for Greek women the housework never ends.This stereotype doesn’t apply to the “new-generation” women, because most of them work so they spend very few time for cleaning the house compared to their grand-mothers. Τhis post is not about Greek housewives though, it is about vocabulary related to housework.
Ρήματα – verbs
αερίζω: to clean the air
απλώνω: to hang to dry, to peg
απολυμαίνω: to disinfect
βάζω πλυντήριο: to do laundry
βάζω ηλεκτρική (σκούπα): to vacuum
αφαιρώ / βγάζω: to remove
γυαλίζω (τα έπιπλα): to polish (the furniture)
καθαρίζω: to clean
ξεβγάζω, ξεπλένω:to rinse out
ξεσκονίζω: to dust off
πιγκάλ (το): toilet brush
πλένω τα ρούχα, τα πιάτα: to wash the dishes, the clothes
σιδερώνω: to iron
σκουπίζω: to sweep / to dry
στρώνω το κρεβάτι: to make the bed
σφουγγαρίζω: to mop
τρίβω: to scrub
ψεκάζω: to spray
Ουσιαστικά – nouns
άπλυτα (τα) / το καλάθι με τα άπλυτα:laundry basket
απλώστρα (η):drying rack
απολυμαντικό (το): disinfectant
απορρυπαντικό (το):detergent
αποσμητικό χώρου (το): air freshener
γυαλιστικό (το):polish (liquid or wax)
εντομοκτόνο (το): insecticide
καθαριστικό (το): cleaner
κερί (το): wax
κουβάς (ο):bucket
λάστιχο (το): hose
μαλακτικό (το):fabric softener
μανταλάκι (το): peg
ξεσκονόπανο (το): rag,duster
οικολογικό καθαριστικό (το): eco-friendly cleaner
πλυντήριο πιάτων (το): dishwasher
πλυντήριο ρούχων (το):washing machine
σαπούνι (το):soap
σκοροκτόνο (το): moth repellent
σκούπα (η):broom
σκουπιδοτενεκές: dustbin
στεγνωτήριο (το): spin dryer
σύρμα (το): wire wool
σφουγάρι (το): sponge
σφουγγαρίστρα (η):mop
σκόνη (η):powder / dust
υγρό (το):liquid
φαράσι (το):dustpan
Usually, we refer to the cleaning products by their brand name.
Common expressions
Αερίζω το δωμάτιο, το σπίτι: to clean the air in the room, in the house (by opening the windows)
Απλώνω τα ρούχα: to hung the clothes to dry
Βάζω τα ρούχα στα άπλυτα: to put the clothes in the laundry basket
Βγάζω / αφαιρώ τους λεκέδες, τα άλατα: to remove stains, lamscale
Κατεβάζω / βγάζω τα σκουπίδια:to take the garbage out
Κάνω τις δουλειές του σπιτιού: to do the housework
Πλένω / Καθαρίζω / Κάνω τα τζάμια: to wash the window glasses
And a funny expression:
Παστρικοθοδώρα: a woman who is constantly cleaning her house because she wants to show off. (http://www.slang.gr/lemma/10224-pastrikothodora) : Η παστρικοθοδώρα η Μαρία πλένει το μπαλκόνι της τρίτη φορά σήμερα/ It’s the third time Maria washes her balcony today. She’s such a “pastrikothodora”.
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.
About the Author: Ourania
Ourania lives in Athens. She holds a degree in French Literature and a Master’s degree in Special Education for Children. Since 2008, she has been teaching Greek to foreigners.
Comments:
Mimi:
Hello,
You made mistake, you mix washing machine and dishwasher.
Have a nice day!