Derogatory Greek words Posted by Ourania on Jan 10, 2018 in Culture, Vocabulary
The adjective παλιός, παλιά, παλιό means old. When used in compound nouns, it gives the second noun a pejorative meaning. It cannot be used with every noun. In this post, there is a list with the most common words compound by παλιός- and a noun. Note: this post contains bad language in English.
#1. παλιάνθρωπος: (ο άνθρωπος: man) a bad and immoral person. It is used only for men.
Η κόρη τους παντρεύτηκε έναν παλιάνθρωπο που τη χτυπούσε.
Their daughter got married to a bad man who was beating her.
#2. παλιόγερος (ο γέρος: old man)
Ο παλιόγερος μιλάει πολύ άσχημα στη νύφη του και στα εγγόνια του.
The mean old-man talks really bad to his daughter-in-low and his grandchildren.
#3. παλιόγρια (η γριά: old woman)
Η παλιόγρια η μάνα του κατάφερε να τον χωρίσει.
His mother, the old biddy, managed to separate him from his wife.
#4. παλιογυναίκα: (η γυναίκα: woman) it is old-fashiοned and it means prostitute.
Κάθε βράδυ βγαίνει με παλιογυναίκες.
Every evening he goes out with hookers.
#5. παλιοκόριτσο: (το κορίτσι: girl) a naughty girl.
Τι έκανες εκεί, παλιοκόριτσο; Ντροπή σου!
What have you done, bad girl? Shame on you!
#6. παλιόπαιδο: (το παιδί: child) In the singular it is used for boys and in the plural for boys or for boys and girls.
Δεν σου είπα να μην κάνεις παρέα με αυτά τα παλιόπαιδα;
Haven’t I told you not to see these naughty kids?
#7: παλιοδουλειά (η δουλειά: work)
Δεν την πληρώνουν καλά σ’ αυτή την παλιοδουλειά.
She is not paid well in that bad job (lit).
#8. παλιόκαιρος (ο καιρός: weather)
Πώς θα ταξιδέψουμε με τέτοιο παλιόκαιρο;
How will we travel in such a bad weather?
#9. παλιόρουχα (τα ρούχα: clothes)
Έρχεται στο σχολείο βρόμικος και με παλιόρουχα.
He comes to school dirty and dressed in bad (ugly) clothes.
#10. παλιόσπιτο: (το σπίτι: house)
Ένα ελληνικό τραγούδι λέει: “Σε τούτο το παλιόσπιτο θάψαμε την αγάπη μας ένα Σάββατο βράδυ.”
A Greek song says: “In this hovel we buried our love on a Saturday night.”
#11. παλιόσκυλο (ο σκύλος: dog)
Με δάγκωσε το παλιόσκυλο!
The vicious dog bit me!
#12. παλιόγατα (η γάτα: cat)
Με γρατζούνισε η παλιόγατα!
The vicious cat scratched me!
#13. παλιοπάπουτσα: (τα παπούτσια: shoes): ugly shoes or shoes old and torn.
Τι τα κρατάς αυτά τα παλιοπάπουτσα στη ντουλάπα σου;
Why do you still keep these old shoes in your closet?
#14: παλιόχαρτο: (το χαρτί: paper)
Έγραψε το τηλέφωνό της σε ένα παλιόχαρτο και το πέταξε κατά λάθος.
He wrote her phone number on a rough paper and he threw it away by accident.
#15. παλιοφαγητά (plural): (τα φαγητά: food) not nutritious food, junk food.
Πόνεσε το στομάχι μου με τα παλιοφαγητά που έφαγα.
My stomach hurts because of the junk food I ate.
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.