Describing character vocabulary in Greek Posted by Ourania on Jun 22, 2016 in Vocabulary
Describing a person in a foreign language is not always simple. In this post, there is character trait vocabulary. Slang and colloquialisms are not included. The feminine and the neuter are in brackets.
αγενής (αγενής, αγενές): rude
αισιόδοξος (αισιόδοξη, αισιόδοξη): optimistic
ακατάστατος (ακατάστατη, ακατάστατο): untidy, messy
αναβλητικός (αναβλητική, αναβλητικό): procrastinator
ανεκτικός (ανεκτική, ανεκτικό): tolerant
ανεξάρτητος (ανεξάρτητη, ανεξάρτητο): independent
ανιδιοτελής (ανιδιοτελής, ανιδιοτελές): selfless
ανόητος (ανόητη, ανόητο): silly
ανοιχτόμυαλος (ανοιχτόμυαλη, ανοιχτόμυαλος): open-minded
αντιπαθητικός (αντιπαθητική / -ια, αντιπαθητικό): unpleasant
απότομος (απότομη, απότομο): abrupt
απρόσεκτος (απρόσεκτη, απρόσεκτο): careless
αστείος (αστεία, αστείο): funny
ασυνεπής (ασυνεπής, ασυνεπές): unpunctual, careless
αυταρχικός (αυταρχική, αυταρχικό): bossy
γενναιόδωρος (γενναιόδωρη, γενναιόδωρο): generous
γκρινιάρης (γκρινιάρα, γκρινιάρικο): grouch
δειλός (δειλή, δειλό): coward
δημιουργικός (δημιουργική, δημιουργικό): creative
εγωιστής (εγωίστρια): selfish
ενθουσιώδης (ενθουσιώδης, ενθουσιώδες): enthusiastic
ενοχλητικός (ενοχλητική, ενοχλητικό): annoying
εξυπηρετικός (εξυπηρετική, εξυπηρετικό): helpful
έξυπνος (έξυπνη, έξυπνο): clever
εξωστρεφής (εξωστρεφής, εξωστρεφές): extroverted
εργατικός (εργατική, εργατικό): hard-working
εσωστρεφής (εσωστρεφής, εσωστρεφές): extroverted
ευαίσθητος (ευαίσθητη, ευαίσθητο): sensitive
ευχάριστος (ευχάριστη, ευχάριστο): pleasant
ζωηρός (ζωηρή, ζωηρό): perky
ήρεμος (ήρεμη, ήρεμο): calm
θαρραλέος (θαρραλέα, θαρραλέο): courageous
ιδιοτελής (ιδιοτελής, ιδιοτελές): selfish
ιδιότροπος (ιδιότροπη, ιδιότροπο): capricious
κακός (κακιά, κακό): mean
κακότροπος (κακότροπη, κακότροπο): ill-tempered
καλός (καλή, καλό): nice, good
καχύποπτος (καχύποπτη, καχύποπτο): suspicious
κοινωνικός (κοινωνική, κοινωνικό): sociable
κουτσομπόλης (κουτσομπόλα, κουτσομπόλικο): gossip
νευρικός (νευρική, νευρικό): irritable, nervous
ντροπαλός (ντροπαλή, ντροπαλό): shy
οικονόμος (οικονόμα): frugal
ομιλητικός (ομιλητική, ομιλητικό): talkative
οξύθυμος (οξύθυμη, οξύθυμο): irritable
πεισματάρης (πεισματάρα, πεισματάρικο): stubborn
πονηρός (πονηρή, πονηρό): cunning
προσεκτικός (προσεκτική, προσεκτικό): careful
σεμνός (σεμνή, σεμνό): modest
σκληρός (σκληρή, σκληρό): cruel, tough
σοβαρός (σοβαρή, σοβαρό): serious
σπάταλος (σπάταλη, σπάταλο): wasteful
στοργικός (στοργική, στοργικό): caring
συνεπής (συνεπής, συνεπές): punctual
συνετός (συνετή, συνετό): prudent
συμπαθητικός (συμπαθητική, -ιά, συμπαθητικό): nice, pleasant
τακτικός (τακτική, τακτικό): tidy
τεμπέλης (τεμπελα, τεμπέλικο): lazy
τσιγγούνης (τσιγγούνα, τσιγγούνικο): stingy
υπερόπτης (υπερόπτης): arrogant
φιλικός (φιλική, φιλικό): friendly
φιλόδοξος (φιλόδοξη, φιλόδοξο): ambitious
φιλόξενος (φιλόξενη, φιλόξενο): hospitable
χαρισματικός (χαρισματική, χαρισματικό): gifted
χυδαίος (χυδαία, χυδαίο): vulgar
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.
About the Author: Ourania
Ourania lives in Athens. She holds a degree in French Literature and a Master’s degree in Special Education for Children. Since 2008, she has been teaching Greek to foreigners.