Greek Language Blog
Menu
Search

Describing character vocabulary in Greek Posted by on Jun 22, 2016 in Vocabulary

By garryknight under a CC license on Flickr

By garryknight under a CC license on Flickr

Describing a person in a foreign language is not always simple. In this post, there is character trait vocabulary. Slang and colloquialisms are not included. The feminine and the neuter are in brackets.

αγενής (αγενής, αγενές): rude

αισιόδοξος (αισιόδοξη, αισιόδοξη): optimistic

ακατάστατος (ακατάστατη, ακατάστατο): untidy, messy

αναβλητικός (αναβλητική, αναβλητικό): procrastinator

ανεκτικός (ανεκτική, ανεκτικό): tolerant

ανεξάρτητος (ανεξάρτητη, ανεξάρτητο): independent

ανιδιοτελής (ανιδιοτελής, ανιδιοτελές): selfless

ανόητος (ανόητη, ανόητο): silly

ανοιχτόμυαλος (ανοιχτόμυαλη, ανοιχτόμυαλος): open-minded

αντιπαθητικός (αντιπαθητική / -ια, αντιπαθητικό): unpleasant

απότομος (απότομη, απότομο): abrupt

απρόσεκτος (απρόσεκτη, απρόσεκτο): careless

αστείος (αστεία, αστείο): funny

ασυνεπής (ασυνεπής, ασυνεπές): unpunctual, careless

αυταρχικός (αυταρχική, αυταρχικό): bossy

γενναιόδωρος (γενναιόδωρη, γενναιόδωρο): generous

γκρινιάρης (γκρινιάρα, γκρινιάρικο): grouch

δειλός (δειλή, δειλό): coward

δημιουργικός (δημιουργική, δημιουργικό): creative

εγωιστής (εγωίστρια): selfish

ενθουσιώδης (ενθουσιώδης, ενθουσιώδες): enthusiastic

ενοχλητικός (ενοχλητική, ενοχλητικό): annoying

εξυπηρετικός (εξυπηρετική, εξυπηρετικό): helpful

έξυπνος (έξυπνη, έξυπνο): clever

εξωστρεφής (εξωστρεφής, εξωστρεφές): extroverted

εργατικός (εργατική, εργατικό): hard-working

εσωστρεφής (εσωστρεφής, εσωστρεφές): extroverted

ευαίσθητος (ευαίσθητη, ευαίσθητο): sensitive

ευχάριστος (ευχάριστη, ευχάριστο): pleasant

ζωηρός (ζωηρή, ζωηρό): perky

ήρεμος (ήρεμη, ήρεμο): calm

θαρραλέος (θαρραλέα, θαρραλέο): courageous

ιδιοτελής (ιδιοτελής, ιδιοτελές): selfish

ιδιότροπος (ιδιότροπη, ιδιότροπο): capricious

κακός (κακιά, κακό): mean

κακότροπος (κακότροπη, κακότροπο): ill-tempered

καλός (καλή, καλό): nice, good

καχύποπτος (καχύποπτη, καχύποπτο): suspicious

κοινωνικός (κοινωνική, κοινωνικό): sociable

κουτσομπόλης (κουτσομπόλα, κουτσομπόλικο): gossip

νευρικός (νευρική, νευρικό): irritable, nervous

ντροπαλός (ντροπαλή, ντροπαλό): shy

οικονόμος (οικονόμα): frugal

ομιλητικός (ομιλητική, ομιλητικό): talkative

οξύθυμος (οξύθυμη, οξύθυμο): irritable

πεισματάρης (πεισματάρα, πεισματάρικο): stubborn

πονηρός (πονηρή, πονηρό): cunning

προσεκτικός (προσεκτική, προσεκτικό): careful

σεμνός (σεμνή, σεμνό): modest

σκληρός (σκληρή, σκληρό): cruel, tough

σοβαρός (σοβαρή, σοβαρό): serious

σπάταλος (σπάταλη, σπάταλο): wasteful

στοργικός (στοργική, στοργικό): caring

συνεπής (συνεπής, συνεπές): punctual

συνετός (συνετή, συνετό): prudent

συμπαθητικός (συμπαθητική, -ιά, συμπαθητικό): nice, pleasant

τακτικός (τακτική, τακτικό): tidy

τεμπέλης (τεμπελα, τεμπέλικο): lazy

τσιγγούνης (τσιγγούνα, τσιγγούνικο): stingy

υπερόπτης (υπερόπτης): arrogant

φιλικός (φιλική, φιλικό): friendly

φιλόδοξος (φιλόδοξη, φιλόδοξο): ambitious

φιλόξενος (φιλόξενη, φιλόξενο): hospitable

χαρισματικός (χαρισματική, χαρισματικό): gifted

χυδαίος (χυδαία, χυδαίο): vulgar

 

By isabel*la under a CC license on Flickr

By isabel*la under a CC license on Flickr

Tags: , ,
Keep learning Greek with us!

Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.

Try it Free Find it at your Library
Share this:
Pin it

About the Author: Ourania

Ourania lives in Athens. She holds a degree in French Literature and a Master’s degree in Special Education for Children. Since 2008, she has been teaching Greek to foreigners.