Work vocabulary in Greek Posted by Ourania on Oct 8, 2019 in Vocabulary
Asking about one’s job usually works as an icebreaker for two people who want to start a small talk. In this post, there are phrases and words related to work.
Basic phrases about work
Τι δουλειά κάνεις; This question means “what job do you do”. We avoid to use it because it is too direct.
Παράδειγμα (example):
“Τι δουλειά κανεις;” “Είμαι νοσοκόμα”. / “What’s your job?” “I am a nurse.”
Με τι ασχολείσαι; It is a polite way to ask about one’s job. Τhe verb ασχολούμαι (με) means to be involved with.
Παράδειγμα (example):
“Με τι ασχολείστε;” “Δουλεύω σε ένα εστιατόριο.” / “What are you involved with? (i.e. what is your job) “I work in a restaurant.”
Δουλεύω σε μία εταιρεία: I work in a company.
Δουλεύω σε ένα μαγαζί: I work in a store.
Είμαι + επάγγελμα: I am + profession.
Παράδειγμα (example):
Είμαι σερβιτόρος. / I am a waiter.
Εργάζομαι, δουλεύω: to work
Παράδειγμα (example):
Ο φίλος της εργάζεται σε ένα λογιστήριο. / Her boyfriend works in an accounting office.
Work vocabulary
ελεύθερος / ελεύθερη επαγγελματίας: free lancer.
Παράδειγμα (example):
Η Νάνσι είναι ελεύθερη επαγγελματίας. Παλιά δούλευε στο γραφείο του θείου της. / Nancy is a free lancer. In the past, she used to work in her uncle’s office.
μόνιμη απασχόληση (η): full-time job
Ο Στέφανος ψάχνει για μόνιμη απασχόληση. / Stefanos is looking for a full-time job.
ημιαπασχόληση (η): part-time job
Παράδειγμα (example):
Στο φούρνο ζητούν μία υπάλληλο για ημιαπασχόληση. / (Lit.) At the bakery they want an employee for a part-time job.
άδεια (η): time off
Παράδειγμα (example):
Μόλις πάρω την άδειά μου θα πάω λίγες μέρες στο χωριό μου. / (Lit.) When I take time off I will go to my village for a few days.
άδεια μετ’αποδοχών (η): annual leave
Παράδειγμα (example):
Δεν δικαιούσαι άδεια μετ’αποδοχών γιατί είσαι ωρομίσθιος. / You are not entitled to annual leave because you are an hourly employee.
οκτάωρο (το): eight-hour workday
Παράδειγμα (example):
Η Μαρία δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό. Κουράζεται πολύ ,αν και δεν δουλεύει οκτάωρο. / Maria works in a daycare. She gets very tired, although she does not work eight hours a day.
μισθός (ο): salary
Παράδειγμα (example):
Δεν μπορούσε να ζήσει με το μισθό του και βρήκε δεύτερη δουλειά. / He could not live on his salary and got a second job.
αμοιβή (η): fee
Παράδειγμα (example):
H αμοιβή του γιατρού είναι πενήντα ευρώ. / The doctor’s fee is fifty euros.
μεροκάματο (το): daily wage
Παράδειγμα (example):
Η Έλλη δεν μπορεί να ζήσει τα παιδιά της με το μεροκάματο και τη βοηθούν οι δικοί της. / Ellie cannot support her children (literally:: live her children) by her daily wage and her parents help her.
εργαζόμενος (ο), εργαζόμενη (η): employed, working person
Παράδειγμα (example):
Σήμερα οι εργαζόμενοι στο μετρό κάνουν απεργία. / Today the metro workers are on strike.
καριέρα (η): career
Παράδειγμα (example):
Ο διάσημος ηθοποιός άρχισε την καριέρα του ως κομπάρσος. / The famous actor started his career as a supporting actor.
σταδιοδρομία (η): career
Παράδειγμα (example):
H σταδιοδρομία της ως χορεύτρια τελείωσε μετά το τροχαίο που είχε. Τώρα είναι επιχειρηματίας. / Her career as a dancer ended after the car accident she had. Now she is a business woman.
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.