Greek vocabulary: uses of the verb to clean Posted by Ourania on Aug 20, 2020 in Vocabulary
Γεια σας. Today we will look at the meanings and the derivatives of the verb to clean.
Καθαρίζω means to clean. Example: Πάντα να καθαρίζεις την καφετιέρα όταν τη χρησιμοποιείς. / Always clean the coffee maker after using it.
It can be also used to mean:
- ξεφλουδίζω: to peel
Καθάρισα τα αγγούρια για τη χωριάτικη σαλάτα. / I peeled the cucumbers for the Greek salad.
- To gut
Ζήτησα από τον ψαρά να μου καθαρίσει τα ψάρια. / I asked the fisherman to gut the fish for me.
- Τακτοποιώ: to tidy up
Ο Μάκης αποφάσισε να καθαρίσει το δωμάτιό του. / Μakis decided to tidy up his room.
- Σκοτώνω: to kill
Λένε ότι την καθάρισαν στη φυλακή γιατί ήξερε πολλά. / It is said that she was murdered in prison because she knew too much.
Παράγωγα (Derivatives)
- ο καθαρισμός: clean-up
Η Στέλλα έχει ακμή και κάνει καθαρισμό προσώπου. / Stella has acne and does facial clean-up.
- καθαρός:
a) clean
Τα ρούχα είναι καθαρά και σιδερωμένα. / The clothes are clean and ironed.
b) clear
Ο ουρανός είναι καθαρός. Δεν θα βρέξει. / The sky is clear. It won’t rain.
- η κάθαρση:
a) catharsis, purification
Στις θρησκείες υπάρχουν τελετουργικά για πνευματική κάθαρση. / Religions dictate rituals for mental purification.
b) εθνοκάθαρση: ethnic cleansing
Πολλοί πληθυσμοί εξοντώθηκαν στο όνομα της εθνοκάθαρσης. / Many populations have been exterminated in the name of ethnic cleansing.
- το καθαρτήριο: purgatory
Oι Καθολικοί πιστεύουν ότι το Καθαρτήριο είναι το στάδιο ανάμεσα στο θάνατο και τον παράδεισο. / Catholics believe that the Purgatory is the state between death and heaven.
- εκκαθαρίζω: to clear out (from)
Η εταιρεία εκκαθάρισε τους υπαλλήλους από τα άτομα που δεν είχαν πτυχίο. / The company cleared out the employees from the people who had no college degree. (lit)
- η εκκαθάριση: clear-out
Έκανα εκκαθάριση στη ντουλάπα μου και βρήκα ένα φόρεμα που μάλλον είναι δικό σου. / I gave my wardrobe a clear-out and I found a dress which is probably yours.
- καθαρτικός-η-ο:
a) purifying
Το κλάμα πολλές φορές έχει καθαρτική δράση. / Crying is often purifying.
b) laxative
Αν βάλεις ψύλλιο στο χυμό σου δεν θα χρειάζεσαι καθαρτικά. / If you put psyllium in your juice, you will not need to take laxatives.
- ξεκαθαρίζω:
a) to make clear
Μου ξεκαθάρισε ότι αν καλέσω τον πρώην της δεν θα έρθει στο πάρτι/ She made clear that if I invite her ex she won’t come at the party.
b) to clear out (see εκκαθαρίζω)
- το ξεκαθάρισμα λογαριασμών: settle a score
Η αστυνομία απέδωσε τη δολοφονία του επιχειρηματία σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. / Police believed the businessman was murdered by someone looking to settle a score with him.
- το καθαριστήριο: dry cleaner
Αυτό το μεταξωτό φόρεμα δεν πλένεται. Πήγαινέ το στο καθαριστήριο. / This silk dress cannot be washed. Take it to the dry cleaner.
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.
Comments:
Alexandra:
Very useful and detailed vocabulary. I appreciate all the illustrative examples that make it easier to understand and to remember.
Δεν ήξερα αυτό το ρήμα με τόσο μεγάλη λεπτομέρεια. Ευχαριστώ πολύ, Ράνια! 🙂
Stay well and safe.
Ourania:
@Alexandra Ευχαριστώ, Αλεξάνδρα, χαίρομαι που βρίσκες χρήσιμο το λεξιλόγιο 🙂