Word families in Greek: Part Two Posted by Ourania on Aug 12, 2020 in Vocabulary
Γεια σας! A few weeks ago we looked into words families and some of you requested a second part. In this post we will see some commonly used word families.
-
κοινωνώ (= participate): κοινωνία (society), κοινωνικός (sociable), επικοινωνία (communication), επικοινωνώ (to communicate), ακοινώνητος (unsociable), συγκοινωνία (public transport), τηλεπικοινωνία (telecommunication) , κοινωνικοποίηση (socialization), κοινωνιολογία (sociology), κοινωνιολόγος (social scientist), κ.α.
-
νους (= mind): έννοια (concept), εύνοια (favor), πρόνοια (welfare, providence), διχόνοια (faction), ομόνοια (consensus, concord), νοιάζομαι (to care), ξενοιάζω (to relax), άγνοια (ignorance), διάνοια (genius), μετάνοια (contrition), κ.α.
-
ξένος (= foreign, strange): φιλοξενία (hospitality), φιλοξενώ (to host), ξεναγός (tour guide), ξενάγηση (guided tour), αφιλόξενος (unwelcoming), ξενιστής (carrier), κ.α.
-
οδός (= street, way): είσοδος (entrance), έξοδος (exit), πάροδος (alley), άνοδος (rise, ascension), κάθοδος (descent), έφοδος (incurstion, raid), περίοδος (period), πρόοδος (progress), οδόστρωμα (pavement), διόδια (toll), περιοδεύω (to barnstorm), περιοδεία (tour), συνοδεύω (to accompany), κ.α.
-
οικία (= house): οικογένεια (family), οικόπεδο (building lot), οικοδόμος (construction worker), οικοδομή (building site), συνοικία (district), ενοίκιο (rent), νοικάρης (renter), οικονομία (economy), οικονομικός (economic), κατοικίδιο (pet), πολυκατοικία (condominium), μονοκατοικία (detached house), κατοικώ (to inhabit), κατοικία (abode), συγκατοικώ (to cohabit), συγκάτοικος (cohabitant), διοίκηση (administration), εξοικείωση (familiarity), εποικοδομητικός (constructive), αγροικία (cottage), αποικία (colony), κ.α.
-
πάγος (= ice): παγώνω (to freeze), παγωνιά (intense cold), παγωτό (ice cream), παγόβουνο (iceberg), παγάκι (ice cube), παγετός (frost), κ.α.
-
παίζω (= play): παιδί (child), παιδαγωγός (pedagogue), παιχνίδι (game/toy), παιδεία (learning, education), εκπαιδεύω (to educate), εκπαίδευση (education), εκπαιδευτικός (educational), παιδίατρος (pediatrician), παίχτης (player), εγκυκλοπαίδεια (encyclopedia), παιδιαρίζω (to romp), ομορφόπαιδο (beautiful boy, dated), κ.α.
-
σήμα (= sign): σημαία (flag), σημάδι (mark/sign), σημείο (point/spot), σήμανση (signalization), σημείωμα (note), παράσημο (badge), γραμματόσημο (postage stamp), ορόσημο (benchmark/landmark), σημαντικός (important), ασήμαντος (insignificant), σημασία (meaning/signification), διάσημος (famous), οικόσημο (emblem), σήμαντρο (semantron), σηματοδότης (signal, traffic light), κ.α.
-
τηλε- (= from afar): τηλεόραση (television), τηλέφωνο (telephone), τηλεθεατής (viewer), τηλεπαιχνίδι (quiz show), τηλεπαρουσιαστής (linkman), τηλεπικοινωνία (telecommunication), τηλεκπαίδευση (distance learning), τηλεμαραθώνιος (telethon), κ.α.
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.
Comments:
Lou:
This is fascinating – what a great post!