Greek adjectives to describe clothing Posted by Ourania on May 11, 2017 in Vocabulary
In this post, there is a list of adjectives about clothing. Most of the adjectives can be used to describe other objects too.
ακριβός,-ή,-ό: expensive
Αυτή η φούστα κάνει διακόσια ευρώ. Είναι ακριβή.
This skirt costs 200 euros. It is expensive.
κοντός,-ή,-ό: short
ο Τάσος είναι ψηλός και το παντελόνι τού είναι κοντό.
Tasos is tall and his pants are short for him.
μακρύς, -ιά, -ύ: long
Η Λίζα είναι έγκυος και φοράει μακριά ρούχα.
Lisa is pregnant and wears long clothes.
στενός, -ή, -ό: tight
Δεν μπορώ να κουμπώσω το τζιν μου. Είναι πολύ στενό.
I cannot button up my jeans. They are too tight.
φαρδύς, -ιά, -ύ: loose
Της αρέσει να φοράει φαρδιά πουλόβερ όταν κάνει κρύο.
She likes wearing loose sweaters when it is cold.
καινούριος,-α,-ο: new
«Ωραίο φόρεμα! Καινούριο είναι;» «Όχι. Το έχω δύο χρόνια.»
“Nice dress! Is it new?” “No. I have it for two years.”
κακοραμμένος, -η, -ο: badly sewed
Αυτό το σακάκι είναι κακοραμμένο. Το ένα μανίκι είναι πιο μακρύ από το άλλο.
This jacket is badly sewed. One sleeve is longer than the other.
καλοραμμένος, -η, -ο: nicely sewed
Το ταγιέρ της δεν είναι ακριβό αλλά είναι καλοραμμένο και της πηγαίνει πάρα πολύ.
Her suit is not expensive but it is nicely sewed and looks very nice on her.
μεταχειρισμένος, -η, -ο: second hand
Βρήκα ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα σε πολύ καλή ποιότητα.
I found a store with second hands in very good quality.
μοντέρνος, -α, ο: modern
Αυτό το μοντέρνο σακάκι δεν πάει με την βίντατζ τσάντα.
This modern jacket doesn’t match with the vintage bag.
μπαλωμένος, -η, -ο: patched
Όταν έβγαλε τα παπούτσια του, είδαν ότι οι κάλτσες του ήταν μπαλωμένες.
When he took his shoes off, they saw that his socks were patched.
ντεμοντέ: old-fashioned
Τα τζιν κολλάν είναι ντεμοντέ.
Jean tights are old-fashioned.
παλιός, -ά, -ό: old
Φοράει τα παλιά ρούχα του πατέρα του.
He wears his father’s old clothes.
σιδερωμένος, -η, -ο: ironed
Όλα του τα πουκάμισα είναι πάντα ωραία σιδερωμένα.
All his shirts are always nicely ironed.
τσαλακωμένος, -η, -ο: creased
Το λινό μου φόρεμα είναι τσαλακωμένο. Πρέπει να το σιδερώσω.
My linen dress is creased. I need to iron it.
φτηνός, -ή, -ό: cheap
Αγόρασα δύο ζευγάρια παπούτσια γιατί ήταν πολύ φτηνά.
I bought two pair of shoes because they were very cheap.
χειροποίητος, -η, -ο: handmade
Τα παπούτσια ήταν πολύ ακριβά γιατί ήταν χειροποίητα.
The shoes were very expensive because they were handmade
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.