Common Greek verbs used with appliances Posted by Ourania on Jan 18, 2021 in Vocabulary
Γεια σας! Today it is time to do some vocabulary. Most learners are familiar with the Greek vocabulary about appliances. This post has a list of verbs used with the appliances and examples about their use.
το ψυγείο: refrigerator
- διατηρώ: to preserve
Το ψυγείο διατηρεί τα τρόφιμα κρύα.
The food preserves the food cold.
- κρυώνω: to cool
Βάζω τις μπίρες στο ψυγείο για να κρυώσουν.
I’m putting the beers in the refrigerator to cool them.
η κατάψυξη: freezer
- παγώνω: to freeze
Η κατάψυξη παγώνει τα τρόφιμα.
The freezer freezes the food.
η κουζίνα: stove
το μάτι: burner (stove top)
- ανάβω: to light. Here it means to turn on.
Άναψα το μικρό μάτι για να φτιάξω ελληνικό καφέ.
I turned the small burner to make a Greek coffee.
- σβήνω: to put out. Here it means to turn off.
Ωχ! Ξέχασα να σβήσω το μάτι της κουζίνας!
Oh! I forgot to turn the burner off!
ο φούρνος: oven
- προθερμαίνω: to preheat
Προθερμαίνετε τον φούρνο στους 180 βαθμούς.
Preheat the oven to 180 degrees (C)
- ανάβω: (see above)
Ο φούρνος χάλασε. Δεν ανάβει.
The oven is broke. It is not on.
- σβήνω (see above)
Γιατί έσβησες τον φούρνο; Το φαγητό δεν είναι έτοιμο ακόμα.
Why did you turn the oven off? The food is not ready yet.
- ψήνω: to bake
Θα ψήσω τις πατάτες στον φούρνο μας.
I will bake the potatoes in our oven.
ο φούρνος μικροκυμάτων: microwave oven
- ξεπαγώνω: to defrost
Ξεπάγωσα το ψάρι στον φούρνο μικροκυμάτων.
I defrosted the fish in the microwave oven.
η τηλεόραση: television
- βλέπω / παρακολουθώ: to watch
Γιατί άλλαξες κανάλι; Παρακολουθώ το σίριαλ!
Why did you change the channel? I am watching a TV serie!
το σεσουάρ: blow-dryer
- στεγνώνω: to dry
Το καλοκαίρι δε στεγνώνω ποτέ τα μαλλιά μου με το σεσουάρ.
In summer I never dry my hair with a blow-dryer.
το πλυντήριο: washing machine
- πλένω: to wash
Το πλυντήριό μας είναι καινούργιο. Πλένει πολύ καλά.
Our washing machine is new. It washes very well.
- χωράω: to fit in
Μη βάλεις όλα τα σεντόνια στο πλυντήριο, δε χωράνε.
Don’t put all the sheets in the washing maching, there is not enough room.
- βάζω:
Βάζω πλυντήριο. Έχεις άπλυτα ρούχα;
I am going to wash the clothes in the washing machine. Do you have any laundry?
το σίδερο: iron
- σιδερώνω: to iron
Μου αρέσουν τα σιδερωμένα ρούχα αλλά δε μου αρέσει να σιδερώνω.
I like the ironed clothes but I don’t like ironing.
η ηλεκτρική (σκούπα): vacuum cleaner
- βάζω: to put. In this context, it means to sweep with a vacuum cleaner.
Όταν βάζω ηλεκτρική η γάτα μου φοβάται και κρύβεται.
When I sweep with the vacuum my cat is afraid and she hides.
ρουφάω: to suck
“Η ηλεκτρική δε ρουφάει πολύ καλά.” “Χρειάζεται καινούργια σακούλα.”
“The vacuum isn’t suctioning well.” “It needs a new bag.”
Για όλες τις συσκευές χρησιμοποιούμε τα ρήματα (For all the appliances we use the verbs):
δουλεύει: it works
χάλασε: it broke
φτιάχνω: to fix
Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.
Comments:
Alexandra:
Γεια σου Ράνια!
Can we use το πιστολάκι (I heard this word once in Greece) instead of το σεσουάρ? What is the difference? Thank you. 🙂
Ωραία μέρα να έχεις!
Ourania:
@Alexandra There is no difference. Πιστολάκι is more colloquial, maybe.
Simon Ellis:
I find this kind of material really useful. Thanks. Sorry but can’t write in Greek from my office computer.
Ourania:
@Simon Ellis Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου!