Greek Language Blog
Menu
Search

Greek vocabulary: compound adjectives Posted by on Sep 16, 2019 in Vocabulary

Γεια σας! A few months ago, I wrote a post about derogatory compound words. Today, we will see some common compound adjectives formed by καλο- (which means nicely) and an adjective.

#1. καλοαναθρεμμένος-η-ο: well-brought-up

Η κόρη τους είναι ευγενική και καλοαναθρεμμένη. / Their daughter is polite and well brought-up.

#2. καλοβαλμένος-η-ο: elegant, nice-looking

Η Στεφανία είναι πάντα κομψή και καλοβαλμένη, αν και δε φοράει ακριβά ρούχα. / Stephania is always elegant and nice-looking, although she does not wear expensive clothes.

#3. καλόβολος-η-ο: easygoing

Όλοι θέλουν να πηγαίνουν διακοπές με τη Ντίνα γιατί είναι καλόβολη και δεν γκρινιάζει ποτέ. / Everybody wants to go on holiday with Dina because she is easygoing and never complains.

#4. καλογραμμένος-η-ο: well or nicely written.

Τα κείμενά του είναι πάντα ενδιαφέροντα και καλογραμμένα. / His texts are always interesting and well-written.

#5. καλόγουστος-η-ο: of good taste / a person with good taste

Η Λόρι αγοράζει πάντα καλόγουστα δώρα στους φίλους της. / Laurie always buys tasteful presents to her friends.

#6. καλοζωισμένος-η-ο: someone who lives a wealthy life

Η κυρία Μερόπη ήταν ευτυχισμένη και καλοζωισμένη. Δεν έζησε ποτέ στη φτώχεια. / Mrs Merope was happy and lived a wealthy life. She never lived in poverty.

 

AdinaVoicu via Pixabay

 

#7. καλοθρεμμένος-η-ο: well-fed

Τα παπάκια του γείτονά μας είναι γερά και καλοθρεμμένα. / Our neighbor’s ducklings are healthy and well-fed.

#8. καλομαγειρεμένος-η-ο: nicely-cooked

Του αρέσει η μαγειρική για αυτό τα φαγητά του είναι πάντα νόστιμα και καλομαγειρεμένα. / He loves cooking, that’s why his dished are always tasteful ans nicely-cooked.

#9. καλοντυμένος-η-ο: nicely-dressed (in elegant clothes)

Τα παιδιά της είναι πάντα περιποιημένα και καλοντυμένα. / Her children are always neat and nicely-dressed.

#10. καλοραμμένος-η-ο: nicely-tailored

Ο γαμπρός δεν ήταν όμορφος αλλά φορούσε ένα καλοραμμένο κοστούμι και φαινόταν πολύ κομψός. / The groom was not very handsome but was wearing a well-made suit and looked very elegant.

#11. καλοσιδερωμένος-η-ο: well-ironed

Ο Πέτρος φοράει καλοσιδερωμένα πουκάμισα αλλά σήμερα ήρθε στη δουλειά με ένα παλιό μπλουζάκι. / Petros wears well-ironed shirts but this morning he came to work wearing an old t-shirt.

#12. καλοχτενισμένος-η-ο: having the hair nicely done

Η Βίκη είναι συνέχεια καλοχτενισμένη, ακόμα και όταν πηγαίνει στο περίπτερο. / Vicky has her hair always nicely done, even when she goes at the periptero.

Note that if καλο- is replaced by κακο- (badly), the adjective takes the opposite meaning.

Examples: κακοαναθρεμμένος= rude, unruly / κακόγουστος= in bad taste, etc.

By mozlase__ via Pixabay

Tags: , , ,
Keep learning Greek with us!

Build vocabulary, practice pronunciation, and more with Transparent Language Online. Available anytime, anywhere, on any device.

Try it Free Find it at your Library
Share this:
Pin it

About the Author: Ourania

Ourania lives in Athens. She holds a degree in French Literature and a Master’s degree in Special Education for Children. Since 2008, she has been teaching Greek to foreigners.